Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ποιος λείπει

  • 1 кто

    кто (кого, кому, кем, о ком) ποιος* -это? ποιος είναι αυτός; \кто это сказал? ποιος το είπε; кого ещё нет? ποιος λείπει; кому принадлежит эта книга? ποιανού είναι (или σε ποιον ανήκει) αυτό το βιβλίο; кому вы пишете? σε ποιον γράφετε; кого вы имеете в виду? ποιον εννοείτε; ποιον έχετε υπόψη σας; кем вы работаете? τι δουλειά κάνετε; ο ком вы говорите? για ποιον μιλάτε;
    * * *
    (кого, кому, кем, о ком)

    кто э́то? — ποιος είναι αυτός

    кто э́то сказа́л? — ποιος το είπε

    кого́ ещё нет? — ποιος λείπει

    кому́ принадлежи́т э́та кни́га? — ποιανού είναι ( или σε ποιον ανήκει) αυτό το βιβλίο

    кому́ вы пи́шете? — σε ποιον γράφετε

    кого́ вы име́ете в виду́? — τι δουλειά κάνετε

    о ком вы говори́те? — ποιον εννοείτε; ποιον έχετε υπόψη σας

    кем вы рабо́таете? — για ποιον μιλάτε

    Русско-греческий словарь > кто

  • 2 λείπω

    αμετ.
    1) отсутствовать;

    ποιός λείπει; — кто отсутствует?;

    2) уезжать (за границу); находиться в отъезде;

    δεν λείπω από το σπίτι — быть всегда дома;

    ο πατέρας μου λείπει πέντε χρόνια στο εξωτερικό — мой отец находится пять лет за границей;

    3) избегать, воздерживаться, уклоняться;

    δεν λείπει ποτέ από τίς υποχρεώσεις του — он никогда не уклоняется от своих обязанностей;

    4) не хватать, недоставать;

    λείπουν δέκα φύλλα από το βιβλίο — в книге не хватает десять страниц;

    μου λείπεις — мне тебя недостаёт;

    του λείπει η φρόνηση (η πείρα) — ему не хватает благоразумия (опыта);

    5) τριτοπρόσ.:

    λείπουν πέντε μέρες έως... — остаётся пять дней до...;

    τί άλλο λείπει να κάνω; — что ещё мне остаётся делать?;

    τί άλλο λείπει; — чего ещё надо, чего не хватает?;

    § (ο)λίγο[ν] έλειψε να... чуть было не...;
    αυτό(ς) μας ελειπε! этого (его) ещё нам не хватало!; λειψέ από το κεφάλι μου оставь меня в покое;

    άς μού λείπει ирон. — мне такого добра не надо;

    του λείπρυν — или του λείπει — у него не все дома;

    αν λείψει αυτό... если это отбросить...;

    λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; — погов, разве без него обойдётся?;

    λείπομαι — недоставать, не хватать;

    § εννιά λείπονται ως τα δέκα — погов, девяноста девяти до ста не хватает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λείπω

  • 3 нет

    нет 1. (отрицание) όχι* δε(ν) (при глаголе)" \нет, не знаю όχι, δεν ξέρω 2. (не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν у меня \нет времени δεν έχω καιρό· здесь никого \нет εδώ δεν είναι κανείς· кого сегодня \нет? ποιος λείπει σήμερα;
    * * *
    1.

    нет, не зна́ю — όχι, δεν ξέρω

    2.
    ( не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν

    у меня́ нет вре́мени — δεν έχω καιρό

    здесь никого́ нет — εδώ δεν είναι κανείς

    кого́ сего́дня нет? — ποιος λείπει σήμερα

    Русско-греческий словарь > нет

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αθιβολή — η 1. αμφιβολία: Πάντα ναι ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει (Ερωτόκριτος). 2. συζήτηση: Αθιβολή εβάλανε ποιος έχει κάλλιο μαύρο (δημ. τραγ.). 3. φιλονικία: Σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»